ολόστεγνος

ολόστεγνος
-η, -ο
ο εντελώς στεγνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολόστεγνος — η, ο ο τέλεια στεγνός, ο κατάστεγνος, ξερός, ολόξερος: Η γη είναι ολόστεγνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάστεγνος — η, ο (Α κατάστεγνος, ον) νεοελλ. τελείως στεγνός, ολόστεγνος, ξερός («κατάστεγνα ρούχα») αρχ. αυτός που έχει καλυφθεί τελείως, εντελώς σκεπασμένος …   Dictionary of Greek

  • μπαρούτι — το, και μπαρούτη, η (Μ μπαρούτι και παρούτιν) πυρίτιδα νεοελλ. 1. ως επίθ. ολόστεγνος, εντελώς ξηρός («αυτή η παρτίδα καπνού είναι μπαρούτι» ο καπνός είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υγρασίας) 2. φρ. α) «έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα» είναι… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • κατάστεγνος — η, ο ολόστεγνος, κατάξερος: Του έφερε κατάστεγνα ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”